ζηλώματα

ζηλώματα
ζήλωμα
that which is emulated
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζήλωμα — ζήλωμα, τὸ (Α) [ζηλώ] 1. καθετί που επιδιώκεται με ζήλο 2. πληθ. τά ζηλώματα α) συνεκδ. καλή τύχη, ευτυχία β) οι προσπάθειες που γίνονται με ζήλο («τὰ τῶν νέων ζηλώματα», Αισχίν.) 3. συναγωνισμός, άμιλλα («ζήλωμα τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρετῆς», Αππ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”